- ταρβεῖ
- ταρβέωto be frightenedpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)ταρβέωto be frightenedpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τάρβει — τάρβος alarm neut nom/voc/acc dual (attic epic) τάρβεϊ , τάρβος alarm neut dat sg (epic ionic) τάρβος alarm neut dat sg ταρβέω to be frightened pres imperat act 2nd sg (attic epic) ταρβέω to be frightened imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επειδάν — ἐπειδάν (Α) (σύνδ.) 1. (για χρόνο) όταν, αφού («ταρβεῑ, ἐπειδὰν πρῶτον ἐσίζηται λόγον ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ. «ἐπειδὰν σὺ βούλῃ διαλέγεσθαι», Πλάτ.) 2. (με ευκτ. αναφορικά με μέλλοντα χρόνο) αφού («δίκην με λήψεσθαι παρ αὐτῶν, ἐπειδὰν [αντί επειδή]… … Dictionary of Greek